βιβλιοφυλάκιον

βιβλιοφυλάκιον
το , βιβλιοφύλαξ (-ακος) ο сумка для книг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βιβλιοφυλάκιον" в других словарях:

  • βιβλιοφυλάκιον — βιβλιοφυλάκιον, το (Α) τόπος για τη φύλαξη βιβλίων, αρχείο …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφυλάκιον — place to keep books in neut nom/voc/acc sg βιβλιοφυλακέω to be a librarian imperf ind act 3rd pl (doric) βιβλιοφυλακέω to be a librarian imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιοφυλακίοις — βιβλιοφυλάκιον place to keep books in neut dat pl βιβλιοφυλακέω to be a librarian pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • ՏՈՒՆ — (տան, տամբ, տանց, տամբք.) NBH 2 0891 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c գ. οἵκος, οἱκία, οἵκημα , οἵκησις, οἱκίσκος domus, habitatio, habitaculum, aedes, aedificium. (լծ. լտ. տօմուս ի յն. տօ՛մոս, որ եւ ՏԱՆԻՔ.) …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»